- ψευτοχριστιανός
- ο, θηλ. ψευτοχριστιανή, Νάτομο που υποκρίνεται τον καλό χριστιανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- τού ψεύτης + χριστιανός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευτοχριστιανός — ο αυτός που υποκρίνεται το χριστιανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευδοχριστιανός — ο, ΝΜ ψευτοχριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χριστιανός] … Dictionary of Greek